- τριακονταστάδιος
- τριακονταστάδιοςthirty stades longmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριακονταστάδιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος τριάντα σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + στάδιον (πρβλ. πεντα στάδιος)] … Dictionary of Greek
τριακονταστάδιον — τριακονταστάδιος thirty stades long masc/fem acc sg τριακονταστάδιος thirty stades long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)